Tο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρινίζει με σημερινή του απόφαση τις προϋποθέσεις ασκήσεως των εξουσιών των εθνικών εποπτικών αρχών για τη διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων και κρίνει ότι “υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εθνική εποπτική αρχή μπορεί να ασκήσει την εξουσία της να γνωστοποιεί οποιαδήποτε προβαλλόμενη παράβαση του ΓΚΠΔ [Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων] ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, έστω και αν η ίδια δεν είναι η επικεφαλής αρχή για την επεξεργασία αυτή”.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ κρίνοντας επί υποθέσεως που αφορά την Facebook Ireland, της Facebook Inc. και την Facebook Belgium που έφτασε ενώπιον του Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel (ολλανδόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο) διευκρινίζει ότι “ο ΓΚΠΔ πρέπει να απονέμει στην συγκεκριμένη εποπτική αρχή αρμοδιότητα προς έκδοση αποφάσεως διαπιστώνουσας ότι η εν λόγω επεξεργασία αντιβαίνει στους προβλεπόμενους σε αυτόν κανόνες και, αφετέρου, η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένων των διαδικασιών συνεργασίας και εφαρμοζομένου του μηχανισμού συνεκτικότητας που προβλέπει ο ΓΚΠΔ” .
Κατά το ΔΕΕ, “για τη διασυνοριακή επεξεργασία, ο ΓΚΠΔ προβλέπει τον μηχανισμό «μίας στάσεως» , ο οποίος βασίζεται στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ μιας «επικεφαλής εποπτικής αρχής» και των λοιπών ενδιαφερόμενων εθνικών εποπτικών αρχών”.
Ο μηχανισμός αυτός “απαιτεί στενή, καλόπιστη και αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρχών αυτών, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να διαφυλάσσεται τοιουτοτρόπως η πρακτική αποτελεσματικότητά του”, κρίνει το ΔΕΕ.
Ο ΓΚΠΔ κατοχυρώνει συναφώς την κατ’ αρχήν αρμοδιότητα της επικεφαλής εποπτικής αρχής προς έκδοση αποφάσεως διαπιστώνουσας ότι ορισμένη διασυνοριακή επεξεργασία αντιβαίνει στους κανόνες του εν λόγω κανονισμού , ενώ η αρμοδιότητα των άλλων εθνικών εποπτικών αρχών προς έκδοση παρόμοιας αποφάσεως, έστω και προσωρινώς, αποτελεί την εξαίρεση . Εντούτοις, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η επικεφαλής εποπτική αρχή δεν μπορεί να μην προβεί στον αναγκαίο διάλογο καθώς και σε καλόπιστη και αποτελεσματική συνεργασία με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, η επικεφαλής εποπτική αρχή δεν μπορεί να αγνοήσει τις απόψεις των λοιπών ενδιαφερόμενων αρχών ελέγχου, ενώ κάθε σχετική και αιτιολογημένη ένσταση που διατυπώνει οποιαδήποτε από τις αρχές αυτές έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει, τουλάχιστον προσωρινώς, την έγκριση του σχεδίου αποφάσεως της επικεφαλής εποπτικής αρχής.
Το ΔΕΕ διευκρινίζει, εξάλλου, ότι το να μπορεί μια εποπτική αρχή κράτους μέλους η οποία δεν είναι επικεφαλής εποπτική αρχή όσον αφορά τη διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων να ασκήσει την εξουσία γνωστοποιήσεως οποιασδήποτε προβαλλόμενης παραβάσεως του ΓΚΠΔ στις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού και να κινεί νομικές διαδικασίες μόνον εντός των ορίων των κανόνων κατανομής των αρμοδιοτήτων λήψεως αποφάσεων μεταξύ της επικεφαλής εποπτικής αρχής και των λοιπών εποπτικών αρχών είναι σύμφωνο προς τα άρθρα 7, 8 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διασφαλίζουν στο οικείο πρόσωπο, αντιστοίχως, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.
Δεύτερον, το ΔΕΕ κρίνει ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων, η άσκηση της εξουσίας εποπτικής αρχής κράτους μέλους, πλην της επικεφαλής εποπτικής αρχής, να κινήσει ένδικη διαδικασία δεν απαιτεί να διαθέτει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών τη διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία αφορά η ένδικη αυτή διαδικασία κύρια εγκατάσταση ή άλλη εγκατάσταση στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Εντούτοις, η άσκηση της εξουσίας αυτής πρέπει να εμπίπτει στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ , όπερ προϋποθέτει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών τη διασυνοριακή επεξεργασία διαθέτει εγκατάσταση στο έδαφος της Ένωσης.
Τρίτον, το ΔΕΕ αποφαίνεται ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων, η εξουσία εποπτικής αρχής κράτους μέλους, πλην της επικεφαλής αρχής ελέγχου, να γνωστοποιεί οποιαδήποτε προβαλλόμενη παράβαση του ΓΚΠΔ στις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού και να κινεί, κατά περίπτωση, ένδικες διαδικασίες μπορεί να ασκηθεί τόσο κατά της κύριας εγκαταστάσεως του υπευθύνου επεξεργασίας ο οποίος ευρίσκεται στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται η εν λόγω αρχή όσο και κατά άλλης εγκαταστάσεως του εν λόγω υπευθύνου, εφόσον η ένδικη διαδικασία αφορά επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εγκαταστάσεως αυτής και εφόσον η εν λόγω αρχή έχει αρμοδιότητα ασκήσεως της ως άνω εξουσίας.
Τέταρτον, το ΔΕΕ κρίνει ότι, όταν μια εποπτική αρχή κράτους μέλους που δεν είναι η «επικεφαλής εποπτική αρχή» έχει ασκήσει, πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του ΓΚΠΔ, αγωγή με αντικείμενο τη διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μπορεί να διατηρηθεί η εκκρεμοδικία της εν λόγω αγωγής, από απόψεως δικαίου της Ένωσης, βάσει των διατάξεων της οδηγίας για την προστασία των δεδομένων , η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται όσον αφορά τις παραβάσεις των κανόνων τους οποίους αυτή προβλέπει οι οποίες διαπράχθηκαν έως την ημερομηνία καταργήσεώς της. Επιπλέον, η εν λόγω αρχή μπορεί να ασκήσει αγωγή για παραβάσεις οι οποίες διαπράχθηκαν μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του ΓΚΠΔ, εφόσον πρόκειται για περίπτωση κατά την οποία, κατ’ εξαίρεση, ο ΓΚΠΔ παρέχει στην ίδια αυτή αρχή αρμοδιότητα προς έκδοση αποφάσεως διαπιστώνουσας ότι η οικεία επεξεργασία δεδομένων αντιβαίνει στους προβλεπόμενους στον εν λόγω κανονισμό κανόνες και εφόσον τηρούνται οι διαδικασίες συνεργασίας που αυτός προβλέπει.
Πέμπτον, τέλος, το ΔΕΕ αναγνωρίζει το άμεσο αποτέλεσμα της διατάξεως του ΓΚΠΔ δυνάμει της οποίας κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι η εποπτική αρχή του έχει την εξουσία να γνωστοποιεί στις δικαστικές αρχές οποιαδήποτε παράβαση του κανονισμού αυτού και, κατά περίπτωση, να κινεί νομικές διαδικασίες. Κατά συνέπεια, μια τέτοια αρχή μπορεί να επικαλεσθεί την ως άνω διάταξη προκειμένου να κινήσει ή να συνεχίσει ένδικη διαδικασία κατά ιδιωτών, ακόμη και αν η εν λόγω διάταξη δεν έχει τεθεί ειδικώς σε εφαρμογή στη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.
Πηγή : ΚΥΠΕ